καλορίζικος

καλορίζικος
-η και -ια, -ο (Μ καλορρίζικος, -η, -ο)
(συν. σε ευχετική πρότ.)
1. αυτός που φέρνει καλή τύχη, γουρλίδικος
2. αυτός που έχει καλή τύχη, ευτυχισμένος, τυχερός, καλόμοιρος, καλότυχος
3. (το ουδ. πληθ. χωρίς άρθρο ως ευχετικό επιφών.) καλορίζικα
με καλή τύχη, ευτυχισμένα, καλό ριζικό νά 'χετε
4. (το ουδ. πληθ. με άρθρο) τα καλορίζικα
οι ευχές για την ευτυχία νεονύμφων ή για καλή τύχη μιας επιχειρήσεως ή ενός σπιτιού ή καταστήματος που εγκαινιάζεται
μσν.
χαρούμενος, ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + ριζικό «τύχη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλορίζικος, -η — και ια, ο επίρρ. α καλότυχος, τυχερός: Καλορίζικο το νέο σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαφροήσκιωτος — η, ο 1. (για δέντρα) αυτός που έχει ελαφριά σκιά, ώστε να μην προξενεί πονοκέφαλο σ’ αυτούς που κοιμούνται από κάτω 2. αυτός που δεν κοιμάται βαθιά, που μπορεί να ξυπνήσει εύκολα 3. αυτός που έχει καλό ήσκιο, καλή τύχη, που δεν επηρεάζει βλαβερά… …   Dictionary of Greek

  • καλογραμμένος — η, ο (Μ καλογραμμένος, η, ον) ο καλότυχος, ο καλορίζικος νεοελλ. ο γραμμένος ή ο διατυπωμένος με επιμέλεια και προσοχή («καλογραμμένο κείμενο») …   Dictionary of Greek

  • καλοριζικεύω — (Μ καλοριζικεύω και καλοριζικεύγω) [καλορίζικος] κάνω κάποιον ευτυχισμένο …   Dictionary of Greek

  • καλοριζικιά — η (Μ καλοριζικία) [καλορίζικος] καλό ριζικό, καλή τύχη, ευτυχία …   Dictionary of Greek

  • καλοφούρτουνος — η, ο καλότυχος, καλορίζικος, τυχερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + φουρτούνα < ιταλ. fortuna < λατ. fortuna «καλή τύχη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”